Για να μάθουμε μία ξένη γλώσσα, αρκεί το μυαλό μας να αποθηκεύσει τις πληροφορίες για το λεξιλόγιο, τη γραμματική και τους κανόνες του συντακτικού, και έπειτα να εξασκηθούμε στο πώς να τα χρησιμοποιούμε όλα αυτά σωστά. Σωστά; Ας είμαστε ξεκάθαροι: Λάθος. Πολλές φορές ακούμε τις φράσεις «Εγώ είμαι οπτικός ή ακουστικούς τύπος», ή «Μαθαίνω καλύτερα όταν διορθώνουν τα λάθη μου», ή «Αν δεν γράψω κάτι, δεν μπορώ να το μάθω», και χίλιες δυο ακόμη φράσεις, οι οποίες, πολλές φορές, περιγράφουν μόνο ένα μικρό ποσοστό των γνώσεων που μπορεί να αποκτήσει κάποιος, προσπαθώντας να μάθει μία ξένη γλώσσα. Είναι σίγουρο πως η πραγματικότητα βρίσκεται λίγο πιο βαθιά από όσο βρίσκονται αυτά τα μικρά επιφανειακά «τρικ», που βοηθούν το μυαλό μας να απορροφήσει καλύτερα κάποιες πληροφορίες. Τί γίνεται όμως πραγματικά όταν μιλάμε για την απόκτηση ή καλύτερα την κατάκτηση της γνώσης;
Πολλές φορές, όταν προσπαθούμε να μάθουμε κάτι καινούργιο, το μυαλό μας προβάλλει αντίσταση. Ειδικά τα παιδιά, που από τη φύση τους μπορούν να απορροφούν πιο εύκολα μια πληροφορία, είναι πολύ πιο απλό να πει κανείς ότι προτιμούν να παίξουν, να δουν ένα βίντεο στο TikTok, παρά να «κουραστούν» για να μάθουν το λεξιλόγιο ή τους κανόνες μιας ξένης γλώσσας. Το πρόβλημα σε όλο αυτό βρίσκεται στη λέξη «κουραστούν». Κι αυτό γιατί, σε αντίθεση με το παιχνίδι και τα βίντεο, που περιλαμβάνουν ερεθίσματα για να μάθουμε το «πώς γίνεται» και το «πώς μπορώ να το κάνω κι εγώ αυτό», στις αίθουσες των φροντιστηρίων ή στα ιδιαίτερα μαθήματα έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε έναν δάσκαλο να προσπαθεί για περίπου 45 λεπτά να βγάλει ένα κεφάλαιο διδακτέας ύλης, μιλώντας ασταμάτητα και δίνοντας στο τέλος ασκήσεις για το σπίτι. Ναι, αυτό είναι κουραστικό, και τις περισσότερες φορές αδιάφορο για το παιδί. Γι’ αυτό και εμείς δεν το κάνουμε έτσι! Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Ο παραδοσιακός τρόπος εκμάθησης μιας ξένης γλώσσας.
Για να μιλήσουμε με αριθμούς που προκύπτουν από την απλή, τυπική διδασκαλία, μόλις τελειώσει το μάθημα των αγγλικών, των γαλλικών, των γερμανικών, ή όποιας ξένης γλώσσας, το παιδί θα έχει συγκρατήσει το πολύ το 5-10% όσων άκουσε. Κι αυτό, πέρα από το ότι αποτελεί εύρημα επιστημονικών ερευνών, είναι απολύτως λογικό και φυσιολογικό. Όλες οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται σε ένα παλαιού τύπου μάθημα, δηλαδή η παράδοση του μαθήματος, η ανάγνωση των κειμένων και των κανόνων από τον μαθητή, τα ενδιαφέροντα οπτικοακουστικά μέσα και τα επεξηγηματικά παραδείγματα χρήσης της γλώσσας, μπορούν να δώσουν στον μαθητή τη δυνατότητα να μάθει μόλις το 30% των όσων θα διδαχτείμέσα στο μάθημα. Και αυτό κάτω από τις ιδανικότερες συνθήκες.
Ας κάνουμε αρχικά την πρόσθεση για να δούμε πώς φτάνουμε στο 30% των γνώσεων που θα αποκτήσει ένα παιδί μαθαίνοντας μια ξένη γλώσσα. Το 5% προέρχεται από την απλή παράδοση του μαθήματος -ναι, κακά τα ψέματα, όταν ακούς κάποιον να μιλάει ασταμάτητα, το μυαλό θα προτιμήσει να σκεφτεί «τί φαγητό έχουμε μετά στο σπίτι;» ή το notification ότι «ανέβασε καινούργιο βίντεο ο αγαπημένος μου youtuber». Θα συγκρατήσει συνολικά το 10% όταν στην παράδοση του μαθήματος της ξένης γλώσσας προστεθεί και η συμμετοχή του παιδιού, διαβάζοντας μόνο του το κείμενο και τις πληροφορίες. Θα προστεθεί ακόμη ένα 10%, φτάνοντας συνολικά στο 20%, εάν δώσουμε στον μαθητή την πληροφορία με ένα ενδιαφέρον βίντεο και γενικά μεοπτικοακουστικό υλικό που θα δημιουργήσει ερεθίσματα. Και, τέλος, άλλο ένα γενναιόδωρο 10% θα μας φτάσει στην εκμάθηση του 30% των όσων ακούσει μέσα στην τάξη, εάν του δώσουμε τα τέλεια, μοναδικά, συναρπαστικά παραδείγματα για όσα του διδάσκουμε. Και όλα αυτά θα πρέπει αν συμβαίνουν στις απόλυτα ιδανικές συνθήκες. Αρκούν όμως όλα αυτά για να μπορέσει να μάθει ένα παιδί μια ξένη γλώσσα; Μάλλον όχι. Γιατί ως εδώ προσπαθούμε να περάσουμε τη γνώση στον μαθητή με έναν παθητικό τρόπο, αφήνοντας τα υπόλοιπα στην τύχη.
Πώς μπορούμε να μάθουμε πραγματικά μια ξένη γλώσσα!
Τί κάνουμε όμως εμείς, ως Κέντρο Ξένων Γλωσσών για να φτάσουμε στο μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα;Επιλέγουμε να κάνουμε ένα βήμα παραπέρα και να συνδυάσουμε την αποτελεσματική διδασκαλία της ξένης γλώσσας με τη ενεργή συμμετοχή του μαθητή. Και έτσι, το μεγαλύτερο μέρος αφομοίωσης της γνώσης γίνεται με αυτόν τον τρόπο αποκλειστικά μέσα στην αίθουσα.
Εάν στην παραδοσιακή εκμάθηση προσθέσουμε και τη συζήτηση με τον μαθητή για όσα του διδάσκουμε, μπορούμε να κάνουμε το μεγάλο άλμα από το 30% της αφομοίωσης της γνώσης στο 50%, κι αυτό γιατί ο μαθητής μας μπορεί να κατανοήσει με αυτόν τον τρόπο αποτελεσματικά ό,τι έμαθε μέχρι εκείνη τη στιγμή, λύνοντας ακόμη και τις προσωπικές του απορίες. Να πάμε ένα βήμα παρακάτω; Φτάνουμε στο 75% κατάκτησης της γνώσης με την πραγματική εξάσκηση, και όχι με ασκήσεις για το σπίτι. Αυτό συμβαίνει γιατί ο μαθητής μας επιχειρεί άμεσα να χρησιμοποιήσει ό,τι έμαθε, δημιουργώντας σωστά παραδείγματα σε πραγματικές συνθήκες. Έτσι εξασκείται με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο και πάντοτε με τη σωστή καθοδήγηση. Τέλος, το μαγικό 90+% έρχεται με αυτό που μαθαίνουμε χρησιμοποιώντας τη γνώση που μόλις κατακτήσαμε! Δηλαδή, βάζουμε σε εφαρμογή τα παραδείγματα που αποκτήσαμε ως γνώση στο προηγούμενο βήμα, κάτω από πραγματικές συνθήκες. Εδώ, οι μαθητές μαθαίνουν όχι μόνο μέσα από την εξάσκηση, αλλά και μέσα από την εφαρμογή των γνώσεων από τους ίδιους, αλλά και από τους συμμαθητές τους, μέσα από την αλληλεπίδραση.
Τί συμβαίνει μέσα στην αίθουσα του Φροντιστηρίου;
Αρκετά όμως με τα τεχνικά της διδασκαλίας μιας ξένης γλώσσας. Στην πράξη, αυτό που εφαρμόζουμε δεν είναι ένας παραδοσιακός τρόπος εκμάθησης, αφήνοντας τον μαθητή να ακούσει και να δουλέψει μόνος του. Θέλουμε ο μαθητής μας να κατακτήσει τη γλώσσα μέσα στην τάξη. Και αυτή η κατάκτηση της γνώσης δεν γίνεται με τη μορφή ενός κουραστικού μαθήματος, αλλά με τη δημιουργία ερεθισμάτων που θα τον κάνουν να συμμετέχει ενεργά. Μετατρέπουμε τις αδιάφορες παραδόσεις σε ενδιαφέρουσα αλληλεπίδραση. Αλλάζουμε τα γενικά παραδείγματα σε προσωπικά και συγκεκριμένα. Το «ωχ, πρέπει να λύσω αυτή την άσκηση», σε «ας το μάθουμε καλύτερα παίζοντας με τη γνώση». Και τέλος, μετατρέπουμε την τάξη από ένα απλό σύνολο μαθητών, σε μια ενεργή ομάδα που παίρνει και δίνει γνώση μέσα από την αλληλεπίδραση.
Ακούγεται σύνθετο; Κι όμως, είναι απλό. Γνωρίζουμε πώς να φτάσουμε στην αποτελεσματική εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας, μετατρέποντας τον μαθητή από έναν απλό παθητικό ακροατή σε ένα ενεργό και πολύτιμο μέλος μιας ομάδας, που διδάσκεται από τον δάσκαλο,αλλά και μαθαίνει «διδάσκοντας» τους συμμαθητές του, μέσα από την αλληλεπίδραση. Και αυτό συμβαίνειαποκλειστικά μέσα στην τάξη, σύμφωνα με ένα νέο, δημιουργικό, επιστημονικά τεκμηριωμένο, και πάνω από όλα ευχάριστο και αποτελεσματικό σύστημα εκμάθησης ξένων γλωσσών.